-
1 παραπηδαω
1) вспрыгивать, вскакивать Xen., Sext.2) преступать, обходить, нарушать(τοὺς νόμους Aeschin.)
3) ирон. выскакивать, выходитьἐκ παιδαγωγείου π. Plut. — только что окончить школу
См. также в других словарях:
παιδαγωγείου — παιδαγωγεί̱ου , παιδαγωγεῖον room in a school house in which the neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγείο — το (Α παιδαγωγεῑον) [παιδαγωγός] σχολείο («ὅτι δημαγωγὸς αὐτοῑς ἐκ παιδαγωγείου παραπεπήδηκεν ὁ Πομπήιος», Πλούτ.) αρχ. αίθουσα αναμονής σε σχολείο, όπου οι παιδαγωγοί περίμεναν για να παραλάβουν τα παιδιά … Dictionary of Greek
παραπηδώ — παραπηδῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. πηδώ σε μεγάλο ύψος ή μήκος 2. γλιστρώ καθώς πηδώ μσν. ξεπερνώ κάποιον με πήδημα αρχ. 1. παραβαίνω, παραβιάζω (εἰ πάντας παραπηδήσειαν τοὺς νόμους», Αισχίν.) 2. (για σκύλο) εφορμώ, επιτίθεμαι 3. μτφ. αναπηδώ στο βήμα… … Dictionary of Greek